ξαντό(ν)

ξαντό(ν)
το , ξαντός ο
1) лохмотья; 2) уст. корпия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξαντό(ν)" в других словарях:

  • ξαντό — το βλ. ξαντός …   Dictionary of Greek

  • Αβέλι, Ξάντο Φραντσέσκο — (Xanto Francesco Avelli, περ. 1485 – 1542).Ιταλός ζωγράφος και κεραμουργός. Η περίοδος της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1530 έως το 1540. Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη χρωματική καλαισθησία… …   Dictionary of Greek

  • ἐπάξαντο — ἐπά̱ξαντο , ἐπάγνυμι break aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱ξαντο , ἐπάγνυμι break aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) ἐπάγω bring on aor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐπά̱ξαντο , ἐπάγω bring on aor ind mid 3rd pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξαντ' — ἄ̱ξαντα , ἄγνυμι break aor part act neut nom/voc/acc pl ἄ̱ξαντα , ἄγνυμι break aor part act masc acc sg ἄ̱ξαντι , ἄγνυμι break aor part act masc/neut dat sg ἄ̱ξαντο , ἄγνυμι break aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ξαντε , ἄγνυμι break aor part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξαντο — ἄ̱ξαντο , ἄγνυμι break aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ξαντο , ἄγνυμι break aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) ἄγω lead aor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ξαντο , ἄγω lead aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • έμμοτος — ἔμμοτος, ον (AM) αυτός που γίνεται με μοτό*, ξαντό μαλλί αρχ. 1. (για πληγή) αυτός που θεραπεύεται με μοτό 2. το αρσ. ως ουσ. ό ἔμμοτος αλοιφή ή έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

  • διάμοτον — διάμοτον, το (Α) το ξαντό, ίνες μαλλιού που τοποθετούσαν στις πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμοτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • διαμοτώ — διαμοτῶ, όω (Α) [μοτώ] τοποθετώ ξαντό σε πληγή για να αποφευχθεί η περαιτέρω μόλυνση …   Dictionary of Greek

  • μοτάριον — μοτάριον, τὸ (ΑΜ, Μ και μοτάρι) [μοτός] (υποκορ. τού μοτός) λινός επίδεσμος για πληγές, ξαντό …   Dictionary of Greek

  • μοτός — ο, και μοτόν, το (Α μοτός) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.) μότα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη» 2. αποχετευτικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»